- κεντρώδης
- -ες (Α κεντρώδης, -ώδες)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεντρώδηβοτ. τάξη μονοκύτταρων φυκών που ανήκει στο φύλο βακιλλαριόφυτα τής κλάσης βακιλλαριοφύκηαρχ.οξύς, ακανθώδης, με αιχμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrales < centr- (< λατ. centrum < αρχ. ελλ. κέντρον) + λατ. κατάλ. -ales, πληθ. τής -alis, που αποδίδεται στην ελλ. με την -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.